Σε τέτοιο κόσμο γιατί και μεις να ζούμε πλέον;
Πόσο επαναστατικό για τη σκέψη μας και πόσο ανατρεπτικό! Ομολογεί Θεό που είναι για μεν τους Έλληνες «μωρία» για δε τους Ιουδαίους «σκάνδαλο». Θεό εκούσια ηττημένο, που δεν Τον αντέχει η ορθή λογική. Θεό που ομολογείται με θυσία τόσων μαρτύρων και θριαμβεύει. Θεό που διωκόμενος ζωντανεύει και θανατούμενος ανασταίνεται. Θεό που φτιάχνει ανθρώπους κατ’ εικόνα και ομοίωση Του και αυτοί μόνοι τους αυτοκαταστρέφονται, μεταξύ τους σφάζονται, όλοι τους αποστατούν. Δημιουργεί αθάνατους ανθρώπους και αυτοί πεθαίνουν, δοξασμένους και αυτοί επιλέγουν την ατίμωση. Έρχεται στον κόσμο ταπεινά και εξαγγέλλει «επί γης ειρήνη» και ο ερχομός Του συνοδεύεται από τη σφαγή χιλιάδων αθώων νηπίων αντί Αυτού. Πώς να ερμηνεύσει κανείς αυτό το μαζικό αποτρόπαιο έγκλημα; Και αν ο άγγελος διεμήνυσε στον Ιωσήφ να φύγει στην Αίγυπτο, γιατί δεν έκανε κάτι άλλο πιο καλό, προκειμένου να σώσει αυτά τα αθώα παιδάκια από τη σφαγή, τους γονείς τους από τον αβάσταχτο πόνο και την ιστορία από μία τεράστια κηλίδα;
Στο φόντο της γήινης εφημερότητος και ματαιότητος, παρά τον καθημερινό του χαρακτήρα, το γεγονός του Γραμματικού είναι τραγικό, άδικο και αδιεξοδικό. Στο φόντο της αιώνιας προοπτικής του κάθε ανθρώπου αποτελεί ένα απλό συμβάν. Όποιος ζει εφήμερα, τρελαίνεται· βλέπει τους ανθρώπους του να χάνονται. Όποιος επιθυμεί τα αιώνια πονάει ανθρώπινα, αλλά παρηγορείται «υπέρ έννοιαν»· αντικρίζει τους δικούς του, όταν αδικούνται να δοξάζονται και, όταν τελειώνουν να τελειώνονται. Μαζί τους διακρίνει σαφές το περίγραμμα του Προσώπου του Θεού. Μέσα από τον πόνο των φαινομένων, ζει τη γλυκεία ελπίδα και την αίσθηση των μη ορωμένων.
….Ο Χριστός δοξάζεται στη Βηθλεέμ όταν κενώνεται, στον Ιορδάνη όταν ταπεινώνεται, στο Θαβώρ όταν μεταμορφώνεται, στο Όρος των Ελαιών όταν αναλαμβάνεται, στον Γολγοθά όταν θυσιάζεται, στον τάφο όταν ανασταίνεται. Τότε αποκαλείται ο βασιλεύς της δόξης. Όλα αυτά ανατρέπουν τη συνήθη λογική. Την συντρίβουν. Αναδεικνύουν όμως το μεγαλείο του μυστικού ανθρώπου. Αυτό που κρύβει ο καθένας μέσα του, έστω κι αν το αγνοεί. Αυτό που καλείται να αναδείξει.
Η Εκκλησία είναι Εκκλησία της Αναστάσεως γιατί ξέρει να προτρέπει τους πιστούς να εισέρχονται δια της στενής πύλης, να βαδίζουν την τεθλιμμένη οδό (Ματθ. ζ’ 14), να ακολουθούν τον Κύριο αίροντες τον σταυρό τους (Ματθ. ιστ’ 24), να ζουν συσταυρωμένοι με τον Χριστό (Γαλ. β’ 20), να βλέπουν τη ζωή μέσα από τον θάνατο και να διακρίνουν τη σωτηρία μέσα από τον πόνο.
Προβάλλοντας τα παθήματά μας πάνω στον σταυρό του Κυρίου «εν ω παθών έκτεινε τα πάθη», και τον θάνατο πάνω στον τάφο Του, τον οποίο μετέβαλε σε θρόνο Του, μπορούμε να ζούμε τα μεγάλα αποτελέσματα της πίστεως στον Νικητή του θανάτου: «ο πιστεύων εις εμέ ποταμοί εκ της κοιλίας αυτού ρεύσουσιν ύδατος ζώντος» (Ιω. ζ , 38), «ο πιστεύων εις εμέ τα έργα α εγώ ποιώ κακείνος ποιήσει και μείζονα τούτων ποιήσει» (Ιω. ιδ’ 12) και «ο πιστεύων εις εμέ καν αποθάνη ζήσεται και πας ο ζων και πιστεύων εις εμέ ου μη αποθάνη εις τον αιώνα» (Ιω. ια’ 26).
Η πίστη, η αυθεντική, αθώα, παιδική πίστη στη θεότητα του Χριστού δείχνει τον Θεό… εκεί που Αυτός δεν φαίνεται.
(Νικολάου, Μητροπολίτου Μεσογαίας και Λαυρεωτικής. «Εκεί που δεν φαίνεται ο Θεός». Εκδ. Σταμούλη. Αθήνα 2009)