Λόγοι γερόντων περί Θείας Ευχαριστίας.
Για κάποιον Άγιο Επίσκοπο, λέγουν οι Πατέρες, πως όταν έβγαινε να κοινωνήσει τον λαό, έβλεπε να πηγαίνουν οι χριστιανοί, άλλοι με κατάμαυρο πρόσωπο, άλλοι μ’ εξογκωμένα κι ερεθισμένα μάτια, που μόλις έπαιρναν τα Άχραντα Μυστήρια, εκαίγοντο. Άλλοι πάλι πήγαιναν με ολόλευκα φορέματα και φωτισμένη όψη. Το Άγιο Σώμα του Κυρίου, που έπαιρναν με πολλή προσοχή κι ευλάβεια, τους λάμπρυνε περισσότερο. Ο Επίσκοπος παρακάλεσε τον Θεό να του αποκαλύψει το μυστήριο που έβλεπε μπροστά του. Άγγελος Κυρίου του εξήγησε πως όσοι πήγαιναν να κοινωνήσουν με λαμπρό πρόσωπο και λευκή στολή, ζούσαν μ’ αγνότητα και σωφροσύνη, ήταν δίκαιοι, συμπαθείς στους άλλους και φιλεύσπλαχνοι. Πλησίαζαν τα Άγια Μυστήρια με καθαρή συνείδηση και η Θεία Χάρις τους επεσκίαζε. Εκείνοι που φαίνονταν κατάμαυροι, ήταν βυθισμένοι στη λάσπη των σαρκικών επιθυμιών. Όσοι είχαν ερεθισμένα και εξογκωμένα μάτια, ήταν πονηροί και άδικοι, φθονεροί και άπληστοι. Αυτοί, όχι μόνο δεν ωφελούντο από τη θεία Κοινωνία, μα καταδικάζονταν, γιατί τολμούσαν να πλησιάσουν με βαρυμένη συνείδηση, χωρίς μετάνοια και προετοιμασία. Από τότε ο καλός Ποιμενάρχης κήρυξε μετάνοια και διόρθωση ζωής στο ποίμνιο που του εμπιστεύτηκε ο Κύριος κι εμπόδιζε τους ανάξιους από τη θεία Κοινωνία.