Η Υπομονή (Γεροντικό)
Ένας ερημίτης έμενε σε μια καλύβα, δώδεκα μίλια μακριά από την πηγή που όλη η σκήτη έπαιρνε νερό. Έτσι ήταν αναγκασμένος να κάνει πολύ συχνά όλη εκείνη την πεζοπορία. Μια μέρα, που η ζέστη ήταν αφόρητη, έχασε την υπομονή του.
-Είναι τάχα ανάγκη να κοπάζω τόσο; Είπε με το λογισμό του. Δεν έρχομαι να κατοικήσω πιο κοντά στην πηγή;
Καθώς έκανε αυτές τις σκέψεις, ένοιωσε κάποιον να βαδίζει πίσω του. Γύρισε και είδε ένα νέο αστραπόμορφο.
-Ποιος είσαι εσύ; τον ρώτησε με θαυμασμό και απορία.
-Απεσταλμένος του Κυρίου να μετρώ τα βήματα που κάνεις για να σου δοθεί ακέραιος της υπομονής ο μισθός, αποκρίθηκε εκείνος κι έγινε άφαντος.
Τόση δύναμη έδωσαν στον ερημίτη μας τα λόγια του Αγγέλου που όχι μόνο κοντά στην πηγή δεν πήγε να κατοικήσει, μα άλλη καλύβα έφτιαξε βαθύτερα στην έρημο, για να βαδίζει άλλα τόσα μίλια.