ΠΕΡΙ ΕΓΩΙΣΜΟΥ

Ἀρχιμ. Γέροντος Ἐφραίμ, Προηγουμένου τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Φιλόθεου.

Σήμερα θά μιλήσουμε γιά τήν μεγάλη πνευματική ἀσθένεια πού λέγεται ἐγωισμός.
Ὁ ἐγωισμός εἶναι ἕνα παράλογο πάθος πού μαστίζει κυριολεκτικά ὅλο το ἀνθρώπινο γένος ὅλοι οἱ ἄνθρωποι πάσχουμε ἀπό αὐτή τή μεγάλη ἀσθένεια. Τόν ἐγωιστή ἄνθρωπο ὁ ἐγωισμός τόν ρεζιλεύει καί τόν θεατρίζει. Αὐτόν τόν ἐγωισμό καλούμεθα ἀπό τό Θεό νά ἀγωνιστοῦμε ἅ τόν καταπολεμήσουμε, γιά νά ἀπαλλαγοῦμε ἀπ' αὐτόν.
Ὁ παλαιός ἄνθρωπος εἶναι ἡ ἐμπαθής κατάσταση τῆς ψυχῆς καί στήν κυριολεξία εἶναι ἐγωισμός.

Ὅλα τα πάθη, ὅλα τα ἁμαρτήματα, ὅλες οἱ πτώσεις, ἔχουν τήν ἀρχή τους, τήν ἀφετηρία τους στόν ἐγωισμό. Μεγάλο κακό. Δέν ἀφήνει τόν ἄνθρωπο ἥσυχο τόν τυραννά νύχτα -μέρα. Ὅλοι γενικά οἱ ἄνθρωποι πάσχουν ἀπό αὐτό τό κακό, καί περισσότερο ἀπό ὅλους ἐγώ ὁ ἁμαρτωλός.
Στόν πρῶτο καιρό πού ἤμουνα κοντά στόν ἅγιο Γέροντά μου, ὅταν πρωτοπῆγα κοντά του ἐκεῖ σ' ἐκεῖνον τόν ἀπαράκλητο τόπο τῆς ἐρήμου, ἐκεῖ κοντά σ' αὐτόν τόν ἄνθρωπο, γνώρισα καί εἶδα στήν πράξη τόν ἐγωισμό μου.
Ὅταν ἤμουν στόν κόσμο, οἱ ἄνθρωποι τῆς Ἐκκλησίας μέ νόμιζαν ὅτι ἤμουν ἕνα ἁγιασμένο παιδί. Ἐγώ ἀντιδροῦσα σ' αὐτούς τούς χαρακτηρισμούς, πλήν ὅμως σιγά-σιγά οἱ ἔπαινοί μου κάνανε κακό. Καί τό κακό, αὐτό τό εἶδα στή πράξη, ὅταν ἔβαλα τήν κατά Θεόν ἀρχή νά θεραπευθῶ ψυχικά ἀπό ὅλα μου τά πάθη.
Ὅταν πρωτοπῆγα στό Γέροντα Ἰωσήφ, ἀπό τήν πρώτη μέρα ἀμέσως ἄρχισε τήν ἐπίβλεψή του, ἄρχισε τή θεραπεία του. Καί μέ μεταχειριζόταν αὐστηρά μέ ἤλεγχε συνέχεια, μέ μάλωνε, καί μέ κούραζε ἀρκετά, διότι ἤμουν ἀδύνατος ψυχικά.

Εἶναι ἀλήθεια ὅτι, ὅταν μου ἔκανε τούς ἐλέγχους, δηλαδή ὅταν ἔβαζέ το φάρμακο πάνω στήν πληγή μου, ἐγώ πονοῦσα. Ὁ ἐγωισμός μου κλωτσοῦσε μέσα μου καί μοῦ ἔλεγε γιατί μόνο σέ μένα ὁ Γέροντας ἐξασκεῖ αὐτή τήν αὐστηρή παιδεία, γιατί νά μέ μαλώνει, γιατί καί γιατί ...;; Ἐγώ μέ τήν εὐχή τοῦ Γέροντά μου ἀντιδροῦσα, ἀντέλεγα, ἄνοιγα μαζί του πόλεμο. Καί πολλές φορές, μετά ἀπό ἕναν κραταιό ἀγώνα, πήγαινα μέσα στό κελάκι μου καί ἔπαιρνα τόν Ἐσταυρωμένο καί ἔκλαιγα ἐπάνω του καί τοῦ ἔλεγα:
 «Ἰησοῦ μου γλυκύτατε! Ἐσύ πού ἤσουν ὁ ἀναμάρτητος Θεός, ὑπέμεινες τόσα καί τόσα κακά, τόση ἀντιλογία, τόσες ὕβρεις καί χλευασμούς ἀπό ἕνα τόσο μεγάλο πλῆθος ἀνθρώπων πού σέ μισοῦσαν καί εἶχαν μεγάλη κακία ἀπέναντί σου. Καί ἐσύ μέ ἀνεξικακία ὅλα αὐτά τά ὑπέμεινες γιά τή δική μου ἀγάπη καί σωτηρία. Καί ἐγώ ἕνας ἁμαρτωλός ἄνθρωπος, ἕνας ἐμπαθής καί ἐλεεινός νά διαμαρτύρομαι καί νά λέω, γιατί μου βάζει ὁ Γέροντας τό πικρό φάρμακο τῆς σωτηρίας μου; Ἄξια αὐτῶν πού ἔπραξα ἀπολαμβάνω. Ἑπομένως δέν ἔχω οὔτε μιά δικαιολογία ἀλλά μόνο πρέπει νά κάνω ὑπομονή νά σηκώσω τό Σταυρό τόν ὁποῖο μου χάρισε ἡ ἀγαθότητά Σου πρός σωτηρία μου».
Αὐτά τοῦ ἔλεγα τοῦ Χριστοῦ καί πράγματι δεχόμουνα μεγάλη ἀνακούφιση. Μετά ἀπό ἕνα τέτοιο κλάμα ἔνοιωθα μιά δύναμη μέσα στήν καρδιά μου, στό νά ὑπομείνω μέχρι τέλους, ἕως ὅτου νά σταυρωθῶ ψυχικά γιά νά δεχθῶ στή συνέχεια τήν ἀνάσταση τῆς ψυχῆς μου.

Πολλά παραδείγματα ἁγίων ἀνθρώπων μᾶς δίνουν πολύ κουράγιο γιά νά σηκώσουμε καί ἐμεῖς αὐτόν τό σταυρό, αὐτή τή δυσκολία στήν ἀντιμετώπιση τοῦ τρομεροῦ ἐγωισμοῦ.
Κακό πάθος, δύσκολο. Τήν καρδιά τήν ἔχει περιπλέξει πολύ δύσκολα. Γι' αὐτό ὁ μεγάλος Πατέρας τῆς ἐρήμου, ὁ Ποιμήν, λέει, ὅτι, ἐκεῖνος πού θέλει νά ξεριζώνει τά πάθη του, πονάει καί αἱμορραγεῖ. Καί πράγματι ἔτσι ἔχει ἡ ἀλήθεια.
Ὅταν κάποιος μᾶς ἐλέγξει, μᾶς προσβάλει, ἀμέσως μέσα μας γίνεται ἕνα κλώτσημα, μιά δυσκολία ἐσωτερική, μιά στενοχώρια, ἕνας πνιγμός, μιά πίεση πού μᾶς σπρώχνει νά ἀντιμιλήσουμε, νά ἀνταποδώσουμε, νά θυμώσουμε σ' αὐτόν τόν ἄνθρωπο πού μᾶς ἔκανε τόν μεγάλο. Ἐκείνη τήν ὥρα χρειάζεται σφίξιμο, χρειάζεται νά καταπιοῦμε μέσα βαθειά στή ψυχή μας, τό φαρμάκι αὐτό τοῦ ἐγωισμοῦ. Νά πνίξουμε τό θηρίο πού ἔρχεται νά βγεῖ πρός τά ἔξω γιά νά μᾶς ἐνοχοποιήσει. Καί ὅταν στή συνέχεια, σέ κάθε τέτοια περίπτωση, ἀντιμετωπίσουμε τό κακό κατ' αὐτό τόν τρόπο, πνίγοντας τό θηρίο ὅταν πρόκειται νά βγεῖ πρός τά ἔξω, μέ τό πέρασμα τοῦ χρόνου, ἐσωτερικά θά ψοφήσει. Ὅταν ἕνα θηρίο τό κλείσει κανείς μέσα σ' ἕνα κλειστό χῶρο καί δέν τό τροφοδοτεῖ, δέν τοῦ ρίχνει τροφή, κατά φυσική συνέπεια, μετά ἀπό ἕνα διάστημα χρόνου θά πεθάνει. Ἔτσι καί μέ τό θηρίο αὐτό τοῦ ἐγωισμοῦ, ἐάν δέν τό τροφοδοτοῦμε μέ ὑποχωρήσεις, μέ τή χάρη τοῦ Θεοῦ σιγά-σιγά θά ἐκλείψει.
Μιά παρθένος πῆγε στόν Ἀββᾶ Παμβῶ καί τοῦ λέγει: «Ἀββᾶ, ἐγώ νηστεύω πολύ καί τρώω ἀνά ἑπτά ἡμέρες. Κάνω καί διάφορες ἄλλες ἀσκήσεις. Ἔχω ἀποστηθίσει τή Πάλαια καί Καινή Διαθήκη. Τί μου ὑπολείπεται ἀκόμη νά πράξω, ὥστε νά φθάσω στήν τελειότητα;»

Ὁ σοφός γέροντας τῆς λέει:

-Παιδί μου, ὅταν κανείς σέ βρίσει, σέ χλευάσει, σοῦ φαίνεται μέσα σου σάν νά σέ ἐπαινεῖ;

-Ὄχι.

-Ὅταν σέ ἐπαινεῖ κάποιος, σοῦ φαίνεται μέσα σου σάν νά σέ βρίζει;

-Ὄχι Ἀββᾶ.

-Ἄντε παιδάκι μου πήγαινε, λέει, καί τίποτα δέν ἔχεις κάνει μέχρι τώρα.

Ὁ Ἀββᾶς Ποιμήν εἶχε ἄλλους ἕξι ἀδελφούς. Ὁ μεγαλύτερος ἦταν ὁ Ἀββᾶς Ἀνούβ. Καί κάποτε ὅλοι μαζί πήγανε καί κατοικήσανε σέ ἕνα κελί, σέ ἕνα παλιό εἰδωλολατρικό ναό πού ἔξω ἀπό αὐτόν ἦταν στημένο ἕνα ἄγαλμα, μία θεότητα. Καί κάποια μέρα ὁ Ἀββᾶς Ἀνούβ, κατά παράδοξο τρόπο, πῆγε καί ἄρχισε νά ρίχνει πέτρες στό ἄγαλμα καί νά τό βρίζει. Τήν ἄλλη μέρα πῆγε καί τό προσκυνοῦσε καί τοῦ ἔλεγε πολλά ἐπαινετικά λόγια.

Ὅταν εἶδαν τόν Ἀββᾶ νά κάνει κάτι τέτοιο, οἱ ἀδελφοί τόν ρώτησαν:

-Γέροντα μ' αὐτό ποῦ ἔκανες τί θέλεις νά μᾶς διδάξεις;

-Νά, λέγει, ὅταν μέ εἴδατε πού πῆγα καί τό λιθοβολοῦσα καί τό ἔβριζα τό εἴδωλο αὐτό, μοῦ ἀπαντοῦσε;

-Ὄχι.

-Ὅταν τήν ἄλλη μέρα, εἴδατε νά τό προσκυνῶ καί νά τό ἐπαινῶ, εἴδατε πάλι νά μοῦ πεῖ τίποτα;

-Ὄχι, Ἀββᾶ.

-Ε, ἄν θέλετε κι ἐσεῖς νά μείνουμε ὅλοι μαζί καί νά βιώσουμε μέ ἀγάπη, ἔτσι πρέπει νά κάνουμε. Νά ὑπομένουμε ὁ ἕνας τόν ἄλλο.
Ὁ ἐγωισμός εἶναι μιά κληρονομιά πού δεχθήκαμε ἀπό τούς πρωτοπλάστους, ἀπό τόν Ἀδάμ καί τήν Εὕα. Καί οἱ πρωτόπλαστοι νικήθηκαν ἀπό τό διάβολο, τόν ἑωσφόρο. Ἐκεῖνος ξεκίνησε τό θέμα.
Ὁ ἑωσφόρος εἶχε τό πρῶτο τάγμα τῶν ἀγγέλων. Ἦταν τό πλησιέστερο πρός τή δόξα τοῦ Θεοῦ. Ἀπολάμβανε τήν πρώτη χάρη. Δεχόταν τίς πληροφορίες, τίς ἀποκαλύψεις πιό μπροστά ἀπό τά ἄλλα 9 τάγματα. Γιά ὅλη αὐτή τή δόξα του καί τή χάρη του, σκέφτηκε πονηρά κατά τοῦ Θεοῦ. Ἔλεγε στό λογισμό του: «Γιατί ὁ Θεός νά εἶναι τόσο ψηλά; Γιατί νά ἔχει αὐτή τή δόξα; Γιατί νά τόν προσκυνοῦμε; Γιατί νά τοῦ ὑποτάσσονται τά πάντα. Καί ἐγώ δέν μπορῶ νά γίνω Θεός; Θ' ἀνεβῶ κι' ἐγώ ψηλά καί θά καθίσω δίπλα Του, θά γίνω καί ἐγώ ὅμοιός Του. Καί θά μέ προσκυνοῦν τά πάντα. Καί θά ἔχω καί ἐγώ τήν ἰδία δόξα.
Ὅταν σκέφτηκε αὐτά καί τά πίστεψε, ἀμέσως ὁ Θεός τόν ἀπέρριψε ἀπό τό πρόσωπό Του, τόν πέταξε κάτω. Ὅλο το τάγμα χάθηκε στήν ἄβυσσο. Ἔτσι καί κάθε ὑπερήφανος καί ἐγωιστής ἀποβάλλεται ἀπό τό Θεό.
Ὁ διάβολος, ὁ ἑωσφόρος, δέν ἀρκέστηκε στή δική του μόνο πτώση. Φθόνησε καί τόν ἄνθρωπο τόν ὁποῖον εἶχε πλάσει μέ ἰδιαίτερο τρόπο ὁ Θεός καί τόν εἶχε κάνει βασιλέα μέσα στόν παράδεισο, καί σέ ὅλη τήν κτίση. Σοῦ λέει: «Γιατί αὐτός νά ἀπολαμβάνει τέτοια εὐτυχία; Ὄχι. Καί αὐτός πρέπει νά προσβάλει τό Θεό καί αὐτός δέν πρέπει νά Τοῦ ὑποτάσσεται καί αὐτός πρέπει νά πλανηθεῖ. Τόν πλησιάζει καί τοῦ ψιθυρίζει τά ἴδια πράγματα, μέ τό νά τοῦ πεῖ «γιατί ὁ Θεός νά σοῦ ἀπαγορεύσει νά φᾶς ἀπό αὐτό τόν καρπό· αὐτό εἶναι πονηριά τοῦ Θεοῦ, γιά νά μή γίνεις κι ἐσύ Θεός, ὥστε νά γνωρίζεις τό καλό καί τό κακό, τό πονηρό καί τό ἀγαθό φάε καί θά δεῖς ὅτι θά γίνεις Θεός».
Τόν ἄκουσε ὁ πρωτόπλαστος καί στή συνέχεια ἔγινε τό παραπάτημα γνώρισε στήν πράξη ὅτι ἔπρεπε νά πειθαρχήσει στήν ἐντολή τοῦ Θεοῦ. Ἡ ὑπερηφάνεια καί ὁ ἐγωισμός ἔβγαλε τούς πρωτοπλάστους ἀπό τόν παράδεισο τοῦ Θεοῦ. Κληρονομήσαμε καί μεῖς σάν μιά περιουσία τόν ἐγωισμό αὐτό καί τώρα ὑποφέρουμε καί ἀγωνιζόμαστε μέχρις αἵματος γιά νά ἀπαλλαγοῦμε.

Ὁ μοναχισμός εἶναι τό ἄμισθο ἰατρεῖο εἶναι ἡ κλινική του Θεοῦ, πού ἔρχεται ὁ ἄνθρωπος γιά νά γίνει καλά. Τόν καλεῖ ὁ Θεός μέ κλήση ἁγία καί τόν φέρνει μέ τήν ἀγάπη τοῦ σ' αὐτό τό ἰατρεῖο.
Ὁ ἄνθρωπος ζητᾶ τή θεραπεία του καί φωνάζει: Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησον μέ.

-Ναί, θά σέ ἐλεήσω, ἀπαντᾶ ὁ Θεός. Καί ἀρχίζει ὁ ἰατρός τῶν ψυχῶν καί τῶν σωμάτων τή θεραπεία.
Μᾶς στέλλει διάφορες θλίψεις, ἐπιτρέπει πειρασμούς. Καί ὅλα αὐτά εἶναι τά φάρμακα, τά πικρά φάρμακα πού θεραπεύουν τή ψυχή τοῦ ἀνθρώπου.
Βέβαια, κανείς δέν μπορεῖ νά πεῖ ὅτι στόν καιρό τῆς ἐγχειρήσεως ἤ τῆς ἰατρικῆς ἐπεμβάσεως δέν πονᾶ, δέν ἀγωνίζεται νά ξεπεράσει τό πόνο καί τή θλίψη ὡστόσο ὅμως στό τέλος τῆς θεραπείας γίνεται ψυχικῶς καλά.
Ὅταν ὁ Γέροντάς μου ἦταν ἀρχάριος στήν ἔρημο, ἦταν στήν ὑποταγή τοῦ γέροντα Ἐφραίμ, ἑνός ἁπλοῦ ἀνθρώπου. Ἦταν ἕνα γεροντάκι εὐλογημένο. Κάποτε ἕνας γείτονας μοναχός, δέν γνωρίζω τί εἶχε συμβεῖ, τό ἔθλιβε τό Γεροντάκι. Ὁ παππούς φώναζε διότι δέν μποροῦσε νά τά βγάλει πέρα. Διαμαρτυρόταν, ἔβγαζε φωνές, τσίριζε ...; Ὁ Γέροντας ὁ δικός μου, νέο παιδί, δυνατό πού μποροῦσε νά τά βάλει μέ δέκα ἀνθρώπους, ὅταν ἄκουγε τό Γέροντά του νά φωνάζει ἔξω καί ὁ ἄλλος νά σηκώνει τό ἀνάστημά του, μέσα του ἄρχιζε νά βράζει ὁ θυμός καί ἡ ὀργή. Μόλις εἶδε τόν κίνδυνο ὅτι ἄν βγεῖ ἔξω δέν μποροῦσε νά προβλέψει τί θά συνέβαινε, σάν νέος πού ἦταν, ἀμέσως τρέχει στήν ἐκκλησία, γονατίζει κι' ἀρχίζει νά φωνάζει: «Παναγία βοήθησε μέ». Καί ἄρχισε νά κλαίει νά κλαίει, καί νά παρακαλεῖ, ὥστε νά ἐπέμβει ἡ Παναγία νά βοηθήσει μή τυχόν καί σ' αὐτή τήν κατάσταση βγεῖ ἔξω. Καί ἀφοῦ ἔκλαψε πολύ, καί ἔχυσε πολλά δάκρυα, τότε εἶδε τό θηρίο τοῦ ἐγωισμοῦ καί τοῦ θυμοῦ νά μαλακώνει καί νά ὑποχωρεῖ. Ὅταν εἶδε ὅτι ἦρθε σέ μιά κατάσταση πού μποροῦσε νά βγεῖ ἔξω καί νά μιλήσει μέ πραότητα καί ἠρεμία, βγῆκε καί ἀπάλλαξε, βέβαια μέ ἤρεμο τρόπο καί μέ εὐγένεια, τόν γέροντα ἀπό τό γείτονα. Καί αὐτό μας τό ἔλεγε σάν παράδειγμά του πῶς ἀντιμετωπίζεται ὁ ἐγωισμός στή πράξη.
Ἔρχεται καί στόν μοναχό ὁ πειρασμός καί τοῦ ψιθυρίζει παραπλήσια πράγματα μέ ἐκεῖνα πού ψιθύρισε στόν Ἀδάμ. Ἄν ὁ Γέροντας τόν μαλώνει ἤ τοῦ κόβει τό θέλημα, διαμαρτύρεται μέσα ὁ ἐγωισμός καί ψιθυρίζει στό μοναχό νά ἀντιλογήσει, νά φιλονικήσει, νά στήσει τό δικό του θέλημα μ' αὐτό τόν τρόπο δέν πρόκειται νά θεραπευθεῖ ποτέ.
Ὁ μοναχός πρέπει νά ἔχει συνεχῶς τήν προσοχή γιά νά ἀντιμετωπίζει τήν κάθε περίπτωση, τόν κάθε πειρασμό μέ ἐπιτυχία, ὥστε μέ τή χάρη τοῦ Θεοῦ νά ἀπαλλαγεῖ ἀπό τόν παλαιό ἄνθρωπο. Στή θέση τοῦ παλαιοῦ νά μπεῖ ὁ νέος, ὁ κατά Χριστόν, ὁ ἄνθρωπος τῆς ἀπάθειας καί τῆς ἀναστάσεως. Ὁ ἀγώνας δέν εἶναι μικρός, οὔτε καί σέ λίγο χρόνο κατορθώνεται ἡ νίκη καί ὁ θρίαμβος κατά τοῦ ἐγωισμοῦ. Μεγάλο θηρίο. Πολυκέφαλο.
Ὁ Ὅσιος Ἐφραίμ λέει: «Μέ λιοντάρι καταπιάστηκες; Πρόσεξε μή σοῦ συντρίψει τά ὀστᾶ.»

Αὐτό τό θηρίο εἶναι ὁ Ἐ γ ὤ ἰ σ μ ὅ ς. Σάν λιοντάρι παραφυλάει καί μᾶς ἐπιτίθεται. Ἐμεῖς πρέπει νά ἔχουμε στά χέρια μᾶς τό ὅπλο καί τό μαχαίρι τῆς ἀντιρρήσεως κατά τῶν λογισμῶν.
Οἱ τύραννοί των χριστιανῶν στούς χρόνους τῶν διωγμῶν προσπαθοῦσαν νά παρασύρουν τούς Μάρτυρες στό νά ἀρνηθοῦν τή Θεότητα τοῦ Χριστοῦ. Τούς ὑπόσχονταν πολλά πλούτη, δόξες τιμές. Οἱ Μάρτυρες ὅμως δέν ὑποχωροῦσαν. Θριαμβευτικά ὁμολογοῦσαν τή πίστη στό Χριστό καί στό τέλος δέχονταν τό στεφάνι τοῦ μαρτυρίου, καί ἔτσι ὁ Χριστός δοξαζόταν.
Καί τώρα οἱ τύραννοί των παθῶν μᾶς πιέζουν. Τά πάθη μᾶς ὑπόσχονται, ἄν ὑποχωρήσουμε, ἀπόλαυση καί ἱκανοποίηση. Δέν πρέπει ὁ μοναχός νά ὑποχωρεῖ σέ μιά τέτοια βία, ἀλλά νά ἀντιστέκεται μέ ὅλη τήν ἀνδρεία τῆς ψυχῆς καί νά περιμένει μετά ἀπό μιά νόμιμη πάλη τό στεφάνι τοῦ μαρτυρίου.
Οἱ Μάρτυρες μαρτύρησαν σέ λίγο χρόνο. Πολλοί μάρτυρες σέ λίγα λεπτά δεχθήκανε τό στεφάνι. Ὁ μοναχός μαρτυρεῖ συνέχεια, σέ ὅλη του τή ζωή. Ὄχι σέ ἕνα τύραννο ἄλλα σέ πολλούς. Κάθε πάθος καί ἕνας τύραννος. Γι' αὐτό ὄχι λιγότερο θά στεφανωθοῦν οἱ μοναχοί πού θά ἀντισταθοῦν στή βία τῶν παθῶν καί θά ὁμολογήσουν τήν καλή ὁμολογία τῆς ἀσκήσεως, τῆς μή ὑποχωρήσεως.
Μᾶς σπρώχνει τό πάθος τῆς ἀντιλογίας. Ἐμεῖς πρέπει νά βάλουμε ἐμπόδιο, φράγμα, νά ἀνοίξουμε ὄρυγμα, νά πέσει τό ἅρμα τῆς ἀντιλογίας μέσα μας.
Ὁ ἀγώνας πρέπει νά εἶναι συνεχής. Νά μήν παρουσιάζουμε κενά διότι τά κενά τα ἐκμεταλλεύεται ὁ διάβολος καί σφηνώνει μέσα στά κενά καί μᾶς δημιουργεῖ κατάσταση ἐπικίνδυνη. Ἡ προσευχή πρέπει νά εἶναι ἀκατάπαυστη. Ἡ προσευχή εἶναι τό ὅπλο μας. Καί μόνο νά προσεύχεται κανείς, ὁ διάβολος δέν τόν πλησιάζει εὔκολα.
Ἅς ἀγωνισθοῦμε ἐναντίον κυρίως αὐτοῦ του πάθους, διότι ἀπό ἐδῶ ξεκινοῦν ὅλα. Καί τό κυρίως φάρμακο κατά τοῦ ἐγωισμοῦ εἶναι ἡ ταπείνωση. Ὁ Κύριος μας, μᾶς εἶπε· «Μάθετε ἀπ' ἐμοῦ ὅτι πράος εἰμί καί ταπεινός τή καρδία καί εὐρήσεται ἀνάπαυσιν ταῖς ψυχαῖς ὑμῶν». Ἡ ταπείνωση καί ἡ πραότητα χαρίζουν μιά πνευματική ἀνάπαυση στή ψυχή. Τῆς χαρίζουν φῶς καί βλέπει καθαρότερα τά πράγματα.
Ὁ Ἀββᾶς Ἰσαάκ ὁ Σύρος, τήν ταπείνωση τήν ἀποκαλεῖ «Θεοΰφαντον στολήν». Τήν ταπείνωση, λέγει, φόρεσε ὁ Υἱός καί Λόγος τοῦ Θεοῦ καί μπόρεσε καί κατῆλθε ἐκ τῶν οὐρανῶν, καί μπόρεσε ἡ γῆ νά τόν δεχθεῖ χωρίς νά καταφλεχθεῖ.
Ἡ ταπεινοφροσύνη στολίζει τόν ἄνθρωπο. Ὁ ταπεινός ἄνθρωπος ὅπου καί ἄν σταθεῖ, ὅπου καί ἄν βρεθεῖ, σκορπάει μιά κατά κάποιο τρόπο μυστηριώδη χάρη καί γίνεται ἀγαπητός καί προσφιλής. Τήν ταπείνωση οἱ δαίμονες τήν τρέμουν, ὅπως ἀκριβῶς συνέβη καί μέ ἕναν ὑποτακτικό.
Ἕνας χριστιανός εἶχε μιά κόρη δαιμονισμένη καί τήν πῆγε σέ πολλούς γιατρούς ἀλλά δέν βρῆκε τή θεραπεία της. Αὐτός ὁ χριστιανός εἶχε ἕνα φίλο, πνευματικό ἄνθρωπο, ὁ ὁποῖος εἶχε σχέση μέ τούς μοναχούς, καί λέγοντάς του τό παράπονο, τόν πόνο του γιά τό κορίτσι του, τοῦ λέει ἐκεῖνος «Τό παιδί σου θά βρεῖ θεραπεία μόνον ὅταν καλέσεις ἕνα μοναχό, ὑποτακτικό, καί ἔλθει στό σπίτι σου καί κάνει μιά εὐχούλα, θά δεῖς ἀμέσως τό παιδί σου θά γίνει καλά.

-Καί ποῦ θά τόν βρῶ ἐγώ αὐτόν τόν μοναχό;

-Νά! Κάτω στήν ἀγορά κατεβαίνουν, λέει, ἀπό τήν ἔρημο νεώτεροι ὑποτακτικοί μοναχοί καί πωλοῦν διάφορα ἐργόχειρα. Σ' ἕνα τέτοιο μοναχό πές του· «Ἔλα στό σπίτι νά σοῦ πληρώσω τά ἐργόχειρα, διότι τώρα ἐπάνω μου δέν ἔχω χρήματα». Καί πές του νά σοῦ κάνει μιά εὐχή καί θά δεῖς ὅτι τό παιδί σου θά γίνει καλά.
Αὐτός ἀμέσως τό πρωί κατεβαίνει στήν ἀγορά, βλέπει ἕνα νέο μοναχό νά πουλᾶ διάφορα, ἐκεῖ, ἐργόχειρα.
Τοῦ λέει: Πάτερ, πόσο τά δίνεις αὐτά;

-Τόσο. Εἶπε ὁ μοναχός.

-Μπορεῖς νά ἔλθεις μέχρι τό σπίτι νά σέ πληρώσω, γιατί ἐπάνω μου δέν ἔχω χρήματα;

-Ἔρχομαι, λέει.
Καί ἀφοῦ προχωροῦσαν πρός τό σπίτι καί πλησίαζαν, ὁ διάβολος μυρίστηκε τό πράγμα, ὅτι ἦρθε ἡ ὥρα του νά πάρει τό ἐξιτήριό του καί νά φύγει ἀπό τόν ἄνθρωπο, ἑτοιμάστηκε καί αὐτός. Καί μπαίνοντας ὁ μοναχός μέσα στό σπίτι, τόν συναντᾶ ἡ κόρη καί σηκώνει τό χέρι καί τοῦ δίνει ἕνα ράπισμα, τοῦ μονάχου. Αὐτός, ὁ μοναχός, γύρισε καί τήν ἄλλη πλευρά τοῦ προσώπου καί τοῦ δίνει καί ἀπ' ἐκεῖ ἕνα ράπισμα, καί ἀμέσως ἡ κόρη ἔπεσε κάτω κι' ἔβγαζε ἀφρούς. Καί στό τέλος, φεύγοντας τό δαιμόνιο εἶπε, ὅτι ἡ ἐντολή τοῦ Χριστοῦ μέ βγάζει καί μέ διώχνει. Καί ἀμέσως τό παιδί ἔγινε καλά.
Ὁ ὑποτακτικός αὐτός, ἀπό τήν πράξη αὐτή φαίνεται ὅτι ἦταν ἕνας προοδευμένος, ἕνας πετυχημένος μοναχός ὁ ὁποῖος θά εἶχε ἐξασκηθεῖ στήν παιδία καί τή θεραπεία τῆς ψυχῆς του.

Στήν προσευχή μᾶς πάντοτε νά παρακαλοῦμε καί νά δεόμεθα τοῦ Θεοῦ νά μᾶς ἀπαλλάσσει ἀπ' αὐτό τό θηρίο, τόν ἐγωισμό, καί νά μᾶς χαρίζει τήν ἁγία ταπείνωση τῆς ψυχῆς .

Δημοφιλείς αναρτήσεις